- ποτιπτήσσω
- Α(επικ. τ.)1. ζαρώνω, μαζεύομαι κοντά σε κάποιον2. προσκλίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + πτήσσω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσπτήξας — προσπτήξᾱς , ποτιπτήσσω crouch aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) προσπτήξᾱς , προσπτήσσω crouch aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)